Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αυταπάρνηση

См. также в других словарях:

  • αυταπάρνηση — η το να απαρνηθεί κανείς τον εαυτό του για τους άλλους, αυτοθυσία, εθελοθυσία: Σ όλες τις δύσκολες στιγμές του τόπου είχε δείξει αυταπάρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυταπάρνηση — η 1. το να απαρνιέται κανείς τον εαυτό του προς χάριν άλλων, η αυτοθυσία 2. η πιστή εκτέλεση του καθήκοντος 3. η προσφορά του εαυτού μας στην επικράτηση του δικαίου, του αγαθού και γενικότερα του ηθικού νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + απάρνηση (… …   Dictionary of Greek

  • αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και …   Dictionary of Greek

  • αστυάναξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιός του Έκτορα και της Ανδρομάχης, που οι γονείς του τον ονόμασαν Σκαμάνδριο και ο λαός του Α., προς τιμήν του πατέρα του, που είχε πολεμήσει με αυταπάρνηση για την Τροία. Ο Οδυσσέας ή ο Μενέλαος ή ο Νεοπτόλεμος τον σκότωσε,… …   Dictionary of Greek

  • κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… …   Dictionary of Greek

  • τζούντο — Τεχνική αθλητικής πάλης, εθνικό άθλημα της Ιαπωνίας. Το τ. είναι έργο του Τζιγκόρο Κάνο, καθηγητή στο Τόκιο, που αφού παρακολούθησε την τεχνική του τζου τζίτσου, έθεσε τις βάσεις του νέου αθλήματος, το οποίο και δίδαξε σε ειδική σχολή που ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφώ — φιλοσοφῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόσοφος] είμαι φιλόσοφος, ασχολούμαι με την φιλοσοφία, σκέπτομαι και ερευνώ κατά τρόπο φιλοσοφικό 2. αντιμετωπίζω κάτι με φιλοσοφικότητα (α. «μπόρεσε να τό ξεπεράσει γιατί τό φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς… …   Dictionary of Greek

  • φιλόσοφος — Άγιος της Ανατ. Όρθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, επειδή, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος, θέλοντας να αποφύγει να συνομιλήσει με πόρνη, όπως τον υποχρέωσαν, δάγκασε τη γλώσσα του και την έφτυσε με το… …   Dictionary of Greek

  • Αβδάλης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Βοιωτία. Σκοτώθηκε την πρώτη μέρα της Επανάστασης. 2. Γιαννούλης. Γιος του προηγούμενου. Ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, με μια ομάδα 50 πολεμιστών αγωνίστηκε από το 1821 έως το… …   Dictionary of Greek

  • Αγγάς, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821, o οποίος καταγόταν από τη Χίο. Πολέμησε στα στρατιωτικά σώματα του Θ. Γρίβα, του Νικηταρά κ.ά. και διακρίθηκε ιδιαίτερα για την αυταπάρνησή του …   Dictionary of Greek

  • Αθανασόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Άγγελος (ή Αγγελής). Από τον Πύργο της Ηλείας. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Θ. Κολοκοτρώνη. Διακρίθηκε στο Χλουμούτζι. 2. Ανδρίκαρδος. Από το Ευηνοχώρι Μεσολογγίου. Πολέμησε ως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»